- ρακτηριος
- ῥακτήριος2[ῥάσσω]1) подталкивающий, подгоняющий
(κέντρα Soph.)
2) шумный, нестройный(μέλη βοῶν Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κέντρα Soph.)
(μέλη βοῶν Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ρακτήριος — α, ον, Α 1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει κανείς κάτι («ῥακτήρια κέντρα», Σοφ.) 2. αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, θορυβώδης («μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», Σοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥακτήριον ὄρχησίς τις» β) «ῥακτήρια… … Dictionary of Greek
ῥακτήριον — ῥακτήριος fit for striking with masc acc sg ῥακτήριος fit for striking with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥακτηρίοις — ῥακτήριος fit for striking with masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥακτήρια — ῥακτήριος fit for striking with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥακτήριαι — ῥακτήριος fit for striking with fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)